Της Μάρθας Ασημακοπούλου
O Κώστας Σ. ,οδηγώντας το φορτηγάκι του Δ.Χ. ,επέστρεφε στη Ναύπακτο από αγώι σε χωριό του κάμπου .
Πέρασε τη γέφυρα του Μόρνου. Στη διασταύρωση της Δάφνης σταμάτησε .Στο αριστερό μέρος του δρόμου, είδε μια ηλικιωμένη γυναίκα με πέντε- έξι προβατίνες και άλλα τόσα ζυγούρια. Της έδωσε προτεραιότητα να περάσει απέναντι.
Η θειά αρνήθηκε .Ήθελε να παραμείνει στο σημείο. Τα ζωντανά της απολάμβαναν το δροσερό χορτάρι στο τελείωμα της ασφάλτου και δεν ήθελε να τους το στερήσει .
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε .
Ξαφνικά , ένα ζυγούρι, προφανώς γράφοντας κανονικά την ενδοσυνεννόηση των δύο ανθρώπων, πήρε φόρα και πετάχτηκε να περάσει αντίκρυ …
Χτύπησε στον προφυλακτήρα και έπεσε ξερό !
Κατέβηκε ο οδηγός, βλέπει το ζώο σέκος , τη δε γριά να τραβάει τα λιγοστά μαλλιά της κεφαλής της και να ωρύεται .
–Να-να, να μη συ βρει ου χρόνους! Παλιάνθρουπη, μη κατέστριψεις, κακό χρόνου να΄χεις !
Έφτασαν και οι θαμώνες των απέναντι καφενείων που είχαν γίνει μάρτυρες στη σκηνή .
Προσπαθούσαν να ηρεμήσουν τη γραία και να της εξηγήσουν πως δεν έχει δίκιο.
Ο οδηγός προσφέρθηκε να πληρώσει το τζερεμέ …
Και τότε το <<θύμα >>, ως άλλος ψόφιος κοριός αλλά και ως μέγας θεατρίνος, πετάγεται πάνω και χοροπηδώντας ζωηρά – ζωηρά, έκανε αυτό που είχε βάλει από εξαρχής στο τσερβέλο του … Πέρασε απέναντι !
Η παράσταση έλαβε τέλος …
Περάσαν καμμιά δεκαριά χρόνια.
Στην ίδια διαδρομή, ένα απομεσήμερο που χάλαγε ο Θεός το δημιούργημά του.
Βροχή , χαλάζι, όλοι οι αέριδες μαζί και με τον ίδιο το Μποφόρ παρόντα !
Πριν τη μεγάλη στροφή της Δάφνης, ο οδηγός διέκρινε μια φιγούρα να περπατάει στην άκρη του δρόμου , έχοντας στο κεφάλι κατσούλα ένα παλιοσακάκι .
Σταμάτησε και άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού.
– Ωρέ θειά, θα πεθάνεις, έμπα μέσα, πού πας με τέτοιον καιρό…
–Στου Ξηρουπήγαδου πααίνου , έχου κατ’ κουτούλις…
Ανέβηκε σβέλτα. Με το που μίλησε , ο οδηγός αναγνώρισε την <<φιλενάδα του >> και θυμήθηκε το παλιό τους νταραβέρι ….
Το αυτοκίνητο ξεκίνησε κανονικά .
—Ωρέ θειά, δε μου λες ,εκείνο το ζυγούρι τι απέγινε , έζησε ;
Και με παράπονο .
–Τότε όμως μου τα βάρεσες άσχημα τα τέλια .Μου έσυρες τον άμμο της θάλασσας, με στόλισες για τα καλά . Με έκανες μια δεκάρα !
Χτύπησε τα κακκαλιάρικα χέρια της στα γόνατα και άφησε μια ηχηρή εκπνοή, κάτι σαν γέλιο που επέτρεψε να φανεί το μοναδικό της δόντι στο πλάι.
Γύρισε προς το μέρος του, αλλά δεν ήταν σίγουρος πως τον κοιτάζει γιατί, το ένα μάτι της αρμένιζε κατά τα Γιάννενα !
–Μπα υσύ ήσνα ; Κιό , ιγώ πιδάκι μ’ για του καλός τα ΄λιγα !
Την πήγε στον προορισμό της .
Έτσι είναι , υπάρχουν και τέτοιοι άνθρωποι , ένθεν και ένθεν…!
Τι να κάνουμε ….
The post Ακόμη μια άγνωστη ιστορία…Από την Μάρθα Ασημακοπούλου appeared first on Nafpaktia News.